Μια ιστορία για τον πατέρα

Μια ιστορία για τον πατέρα

πατέρας

“Την θες την έγχρωμη οθόνη;” με ρώτησε ο πατέρας μου καθώς ο πωλητής μας κοιτούσε. Είχαμε πάει να μου πάρει εκείνον τον Amstrad που του ζήταγα πάνω από έναν χρόνο. Μάζευε ο κακομοίρης κάποια στιγμή μου είπε πάμε. Με κράταγε από το χέρι μην χαθώ στο πολυκατάστημα, πήγαμε στον όροφο με τους υπολογιστές, τότε ήταν κάτι σπάνιο ελάχιστοι υπήρχαν, να βρούμε αυτόν που ήθελα. Με πράσινη ή έγχρωμη οθόνη. Τεράστια η διαφορά. Δεν είχαμε λεφτά πολλά. Δέκα χρονών παιδάκι ήμουν όμως και τι να λεγα; “Ναι” απάντησα διστακτικά και χωρίς δεύτερη σκέψη ο πατέρας μου ζήτησε από τον πωλητή να μας φέρει την έγχρωμη οθόνη για τον υπολογιστή. “Την καλή”.

Δεν ζήτησε ποτέ κάτι σαν αντάλλαγμα ο πατέρας μου. Ούτε όταν μου πήρε όλη την σειρά των εκδόσεων Άγκυρα δυο χρόνια πριν. 100 βιβλία σε δόσεις από πλασιέ που μας χτύπησε το κουδούνι. Μόνο μια υπόσχεση. “Θα τα διαβάσεις βρε αγόρι μου”; “Όλα”. Έξι μήνες μου πήρε να τα διαβάσω. Φούσκωνε από περηφάνια ο πατέρας μου σαν έμπαινα στο καφενείο να πάρω το χαρτζιλίκι της εβδομάδας. “Εκατό βιβλία σε έξι μήνες” φώναζε όπως ο ραφτάκος του παραμυθιού φώναζε “εφτά με ένα χτύπημα”. Τίποτα δεν ζήτησε ποτέ σαν αντάλλαγμα. Ξύπναγε κάποιες φορές νωρίς το πρωί, έφτιαχνε έναν καφέ και κάθονταν στον υπολογιστή που μου αγόρασε να παίζει Arcanoid. Σαν παιδί που το έπιανες να κάνει ζημιά γύρναγε και με ρώταγε λες κι έκανε κάτι κακό “θες να σηκωθώ”;

Τικ τοκ, ο ήχος της μπάλας επάνω στην ρακέτα του Arcanoid καθώς ο πατέρας μου χτυπούσε τα τουβλάκια. Ένας τοίχος που διαλύονταν ένα τούβλο την φορά δίπλα σε τσιγάρα και καφέ.

Τικ τοκ.

Τον άλλον υπολογιστή τον πήρα μόνος μου χρόνια μετά. Δούλευα μικρός στο βίντεο κλάμπ της γειτονιάς. Έβγαζα καλά λεφτά. Κι αυτός με έγχρωμη οθόνη. Άλλα παιχνίδια εκεί, καλύτερα. Πήρε την θέση της η Amiga στο υπνοδωμάτιο και μετακόμισε ο Amstrad στο σαλόνι. Και μαζί με αυτόν και ο πατέρας μου. Ο μόνος που τον άνοιγε πλέον. Σχεδόν κάθε πρωί, με τσιγάρα και καφέ.

Τικ τοκ.

Τον διώχναμε από το σαλόνι τον άνθρωπο συχνά να δούμε τηλεόραση, ή όταν έρχονταν οι φίλοι μου να παίξουμε επιτραπέζια. Έκλεινε το Arcanoid ο πατέρας μου, έπαιρνε τα τσιγάρα του και πήγαινε στο καφενείο. Δεν πήγαινα πλέον εκεί για χαρτζιλίκι. Έβγαζα τα δικά μου τα λεφτά. Δεν άκουγα τι έλεγε με περηφάνια για μένα πια στους φίλους του. Γύρναγε σαν φεύγαμε από το σαλόνι έχοντας πιει τις μπύρες του, άναβε τσιγάρο και τον Amstrad και έσπαγε τουβλάκια στο Arcanoid.

Τικ τοκ.

Είχα τα προβλήματα μου κι εγώ. Μεγάλωνα. “Άσε με ρε μπαμπά” έφευγα θυμωμένος χτυπώντας την πόρτα επειδή με ρωτούσε γιατί γύρισα το πρωί και τους ανησύχησα. Τον είχα βρίσει μια φορά. Νευρίασε και έκανε μέρες να μου μιλήσει. Έμπαινα στο σπίτι νωρίς το πρωί της Κυριακής μετά από ξενύχτι και τον έβλεπα να κάθεται να περιμένει με μόνο το φως της έγχρωμης οθόνης του Amstrad να φωτίζει το σαλόνι. Δεν γύρναγε να με κοιτάξει. Πήγαινα κατευθείαν στο δωμάτιο μου, έκλεινα τα μάτια μου και φανταζόμουν αυτήν την ανόητη μπίλια να χτυπάει τούβλα στο σαλόνι.

Τικ τοκ.

Δυο φορές με τσάκισε η ζωή πριν ενηλικιωθώ. Τόσο που ήθελα να πεθάνω. Είχα κλειδώσει την πόρτα του δωματίου μου θυμάμαι, (ή μήπως όχι;) κι όμως βρήκε τρόπο να μπει ο πατέρας μου μέσα να με ρωτήσει γιατί κλαίω. Δεν ήξερε τι να μου πει ο άνθρωπος. Δεν ήταν των γραμμάτων. Έβαζε το χέρι του στον ώμο μου και απλά μου έλεγε “ότι και να έχει γίνει να ξέρεις πως σε αγαπάω”. Φώναζα να βγει έξω, δεν δέχεσαι την αγάπη σε αυτές τις ηλικίες, την έχεις δεδομένη. Έκλεινε την πόρτα πίσω του και γυρνούσε στο σαλόνι.

Τικ τοκ.

Μετά τον στρατό έφυγα από το σπίτι μου. Έρχονταν συχνά ο πατέρας μου και με επισκέπτονταν με την μητέρα μου στο σπίτι μου. Θαύμαζε που είχα τον κήπο τόσο όμορφο και τα βιβλία των εκδόσεων Άγκυρα σε έναν τοίχο. “Στην Amiga δεν έχει το Arcanoid;” με ρώτησε μια μέρα. “Ναι” του λέω “θα στο πάρω”. Το πήρα το παιχνίδι σε μια δισκέτα του πατέρα μου, την είχα σε ένα συρτάρι για μια βδομάδα. Πήγαινα για δουλειές μια μέρα κοντά στο πατρικό μου, χτύπησα το κουδούνι και του την έδωσα. “Πάμε βόλτα μέχρι τον Κεραμεικό που έχω μια δουλειά;” μου ζήτησε. “Ναι φυσικά”. Πήγαμε, μιλάγαμε για άσχετα πράγματα. Λίγο πριν χωρίσουμε τον αγκάλιασα. “Σ’αγαπάω ρε μπαμπά” του λέω. “Κι εγώ αγόρι μου”. Γύρισα σπίτι και τον φανταζόμουν με χαμόγελο, τσιγάρα και καφέ να παίζει το καινούργιο Arcanoid στην Amiga στο άδειο πλέον σαλόνι.

Τικ τοκ.

Ήταν 7 το πρωί όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο αδερφός μου. “Έλα στον Ευαγγελισμό. Ο μπαμπάς πέθανε”. Τον θάψαμε τον πατέρα μου λίγες μέρες μετά. Δεν έκλαψα στην κηδεία. Με πήρε αγκαλιά ένας φίλος μου να πάμε για καφέ. Πρόλαβα να του πω πως τον αγαπώ του πατέρα μου. Δεν πρόλαβα όμως να του πω πως ήταν αυτός που μου έδωσε την δύναμη να γκρεμίζω τους τοίχους που στέκονταν εμπόδια στην ζωή μου. Ένα τούβλο την φορά.

Τικ τοκ.

Related Posts

Leave a comment