“Το δωμάτιο είναι σκοτεινό. Καθώς κάνετε το πρώτο βήμα μέσα νιώθετε να πατάτε σε κάτι γλιστερό. Η μυρωδιά του χαλκού σας βομβαρδίζει τις αισθήσεις καθώς η πόρτα κλείνει πίσω σας και μέσα από το απόλυτο σκοτάδι η φωνή του Στράντ Βον Ζάροβιτς ηχεί στα αυτιά σας. “Νομίζατε ότι θα άφηνα τις πράξεις σας ατιμώρητες; Αυτό είναι μόνο η αρχή”. Ένας δυνατός άνεμος σπάει τα τζάμια και καθώς το βρώμικο γυαλί διαλύεται, μπορείτε να δείτε δεκάδες νυχτερίδες να πετάνε δίπλα από την μορφή του βρυκόλακα και να έρχονται προς το μέρος σας. Το σώμα του συντρόφου σας βρίσκεται αιμόφυρτο στο πάτωμα, πιθανώς νεκρό. Τι κάνετε;”.
-“Προβάλω το ιερό μου σύμβολο προς το μέρος του φωνάζοντας “πίσω τέρας”.
-“Τραβάω ένα βέλος και σημαδεύω την καρδιά του”.
-“Υφαίνω μια πύρινη σφαίρα και την μετακινώ ανάμεσα σε εμάς και τον Στράντ”.
-“Κρύβομαι στις σκιές και προσπαθώ να βρω ευκαιρία να τραβήξω το σώμα του ιππότη σε ασφάλεια όσο ο Στράντ είναι απασχολημένος με τους άλλους”.
-“Οκ. Ρίξτε ζάρια για να δούμε ποιος παίζει πρώτος”.
Ήταν εκείνες τις εποχές που τα πάντα ήταν δύσκολα. Πρώτα ραντεβού. Τα μαθήματα πολλά και απαιτητικά. Τα πειράγματα στο προαύλιο. Τα προβλήματα στο σπίτι. Φτώχεια, πίεση για ένα μέλλον που δεν υπόσχονταν πολλά και καυγάδες. Όλα αυτά που σαν παιδιά βιώσαμε και που αργότερα η κοινωνία απαίτησε να ξεχάσουμε στο όνομα μεγαλύτερων δυσκολιών. Ποιος νοιάζεται για την προσπάθεια των παιδιών να ανήκουν σε ομάδες όταν πρέπει να έχεις το νοίκι στην ώρα του;
Εμείς νοιαζόμασταν όμως.
Είχαμε την δική μας ομάδα. Συχνά μέσα στην εβδομάδα όταν τα προγράμματα μας το επέτρεπαν βρισκόμασταν και σώζαμε τον κόσμο. Παίζοντας Dungeons and Dragons. Παιδιά τόσο διαφορετικά αναμεταξύ μας. Όσο διαφορετικά και οι χαρακτήρες που υποδυόμασταν στο παιχνίδι. Το φυτό, ο μεταλάς, ο νταής, ο σκυλάς και ο χοντρός του σχολείου ένωναν τις δυνάμεις τους ως μάγος, κληρικός, πολεμιστής, κλέφτης και ιππότης απέναντι στο ζοφερό σκοτάδι που απειλούσε την χώρα της Μπαρόβια.
-“Εμ, εμένα θα με σώσει κανένας”;
-“Σκάσε ρε μαλάκα, προσπαθώ. Ας μην έμπαινες μόνος σου στην σοφίτα. Έφερα 14”.
-“Καταφέρνεις να τραβήξεις το σώμα του φίλου σου μακρυά από τον βρυκόλακα. Ευτυχώς δεν βλέπεις σημάδια στον λαιμό του. Το αίμα αναβλύζει από πληγές στο στομάχι του. Θα πεθάνει εάν δεν κάνεις κάτι γρήγορα”.
-“Βγάζω ένα θεραπευτικό φίλτρο και το ραντίζω επάνω στις πληγές του”.
Ήταν τότε που μάθαμε για πρώτη φορά τις αξίες της συντροφικότητας.
Της φιλίας. Σε έναν κόσμο τόσο απασχολημένο με την πρόοδο και το μέλλον, το κέρδος και τον ακαδημαϊσμό, που δεν φρόντιζε να μας μάθει τίποτα ουσιαστικό, εμείς χτίζαμε την ηθική μας πυξίδα μέσα στο καταφύγιο που μας προσέφεραν φανταστικοί κόσμοι που μας μάθαιναν την δύναμη που μπορούν να έχουν μια χούφτα άτομα απέναντι στο σκοτάδι. Χορταίναμε την ανάγκη για ήρωες που οι άνθρωποι είχαν από την πρώτη στιγμή που σχημάτισαν κοινωνίες μέσα από τοιχογραφίες σε σπηλιές, προφορικές και αργότερα γραπτές μυθολογίες. Μέσα από βιβλία, ταινίες και κόμιξ. Την ανάγκη να είμαστε κάτι καλύτερο. Να αγωνιστούμε για κάτι ανώτερο. Μια υπόσχεση για φως στην ματαιότητα της σύντομης ύπαρξης μας.
-“Ο Στράντ κοιτά βαθιά μέσα στα μάτια του μάγου. “Δεν θες να με πληγώσεις. Δεν είμαι εχθρός σου”.
-“Μαλάκες τον υπνωτίζει”.
-“Ορμάω επάνω του, τον αρπάζω από την μέση και πέφτω μαζί του έξω από το παράθυρο”.
-“Είστε στον τρίτο όροφο, οι πιθανότητες λένε ότι θα πεθάνεις”.
-“Εάν τον αφήσω να υπνωτίσει τον μάγο θα πεθάνουμε όλοι σίγουρα”.
-“Οκ ρίξε για επίθεση”.
Ήταν τότε που μάθαμε τι σημαίνει αυτοθυσία.
Καθώς ερχόμασταν όλο και πιο κοντά στο προαύλιο του σχολείου. Παρά τις διαφορές μας. Και που επιτρέψαμε στους εαυτούς μας να μάθουμε ο ένας από τον άλλον. Να συμφωνήσουμε. Να διαφωνήσουμε. Να μαλώσουμε και να βριστούμε. Να σπρώξουμε και να πλακωθούμε. Και να τα ξαναβρούμε γύρω από ένα τραπέζι γεμάτο με ζάρια, μολύβια, φιγούρες, βιβλία, χαρτιά και μπύρες για να σώσουμε τον κόσμο. Άτομα τόσο διαφορετικά που σε άλλες συνθήκες δεν θα μίλαγαν καν ο ένας με τον άλλον.
“Καταφέρνεις να σπρώξεις τον Στράντ έξω από το παράθυρο. Καθώς πέφτετε μαζί το σώμα του διαλύεται, μεταμορφώνεται σε ομίχλη. Καθώς το έδαφος καλωσορίζει το σώμα σου νιώθεις την ανάσα σου να κόβεται, τα κόκαλα σου να σπάνε και το τελευταίο πράγμα που σκέφτεσαι είναι η μυρωδιά των μαλλιών της κόρης σου όταν την έβαζες για ύπνο τόσα χρόνια πριν. Πριν την σκοτώσουν τα πλάσματα της νύχτας. Καλωσορίζεις το σκοτάδι ελπίζοντας η θυσία σου να μην ήταν μάταιη”.
Και μετά μεγαλώσαμε. Και όπως πάντα γίνεται, η ζωή έγινε ακόμα πιο δύσκολη. Οι επιλογές ακόμα λιγότερες και όλο και πιο γκρι. Πέθανε ένας από εμάς νωρίς. Έζησε τόσο λίγο. Λίγα χρόνια πριν μόνο κάθονταν δίπλα μας. Και πολεμούσε το σκοτάδι μέσα σε σκοτεινά μπουντρούμια. Αφήσαμε όλοι τις δουλειές. Ότι και να χαμε να κάνουμε. Μαζευτήκαμε στην κηδεία του να του πούμε αντίο. Το σώμα του παγωμένο. Κανείς μας δεν έκλαψε. Δίπλα καθόμασταν ο ένας στον άλλον βλέποντας την μοίρα μας. Αυτό που μας περιμένει όλους. Όμως είχαμε ακόμα ο ένας τον άλλον. Το σκοτάδι του αγνώστου και το βάρος των υποχρεώσεων διαλύονταν καθώς μαζευόμασταν ξανά και ξανά για να σώσουμε τον κόσμο με μάγια, ξίφος και κουράγιο.
Και μπύρες.
Κοινός παρανομαστής το παιχνίδι μέσα στις ζωές και τους προορισμούς της. Η τυχαιότητα και οι πιθανότητες που όριζαν τις ζωές μας σαν τις ζαριές που ρίχναμε πάνω στο τραπέζι. Μα πάνω από όλα οι επιλογές μας. Και οι ευθύνες που έρχονταν με αυτές.
“Θα κάτσω εγώ να πολεμήσω τις νυχτερίδες με την μαγεία μου, πάρτε το σώμα του ιππότη και τρέξτε να σώσετε τον πολεμιστή”.
Η συνειδητοποίηση πως δεν είσαι μόνος σου απέναντι στο σκοτάδι. Στους χωρισμούς, την ανάγκη, τις δυσκολίες και την απελπισία, πάνω από όλα την απελπισία, καθώς το δικό σου προσωπικό φως ετοιμάζεται να σβήσει, η γνώση ότι υπάρχει ακόμα το φως της συντροφιάς που σχηματίστηκε τόσα χρόνια πριν. Πάνω σε ένα τραπέζι με μολύβια, ζάρια, βιβλία και χαρτιά. Και μπύρες.
-“Καθώς φτάνετε κάτω βλέπετε πως πολλοί χωριανοί έχουν ξυπνήσει και κοιτούν έντρομοι το αιμόφυρτο σώμα του πολεμιστή. Το σώμα του παγωμένο. Τι κάνετε;”.
-“Τρέχω προς το μέρος του. Αγγίζω το ιερό μου σύμβολο και επικαλούμαι την δύναμη του Λαθάντερ να τον θεραπεύσει”.
-“Προλαβαίνεις. Τον βλέπεις να ανασαίνει ξανά”.
-“Έλα ρε μαλάκα είδες; Προλάβαμε. Τζάμπα φοβήθηκες”.
“Όλα θα πάνε καλά”.