Όταν το ναι σημαίνει όχι
Στο δυστοπικό μοτίβο του metoo οποιαδήποτε έκφραση σεξουαλικής επιθυμίας από τους άντρες θεωρείται σεξουαλική κακοποίηση ή το λιγότερο σεξουαλική παρενόχληση. Πως καταλήξαμε λοιπόν να ζούμε σε μια εποχή υποτιθέμενης απελευθέρωσης, στην οποία ο φεμινισμός κατάφερε να εξισώσει το σεξ με εγκληματική συμπεριφορά απέναντι στις γυναίκες;
Στην παραδοσιακή ματιά των πρώτων βημάτων που έκαναν οι δυτικές κουλτούρες, το σεξ έξω από τα πλαίσια του γάμου και της αναπαραγωγής κρίνονταν ως καταστροφικό για τις κοινωνίες. Μέσα σε αυτές τις κοινωνίες η γυναίκα έπρεπε να προστατεύεται από τις σεξουαλικές ορμές των αντρών. Στις ίδιες κουλτούρες μια ανύπαντρη γυναίκα που έμενε έγκυος, δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να μεγαλώσει μόνη της το παιδί της. Ο δεσμός του γάμου είχε τoν σκοπό να κατευθύνει την σεξουαλική ορμή του άντρα σε μία μόνο γυναίκα. Και να κατοχυρώσει την υποστήριξη του προς αυτή και τα παιδιά τους.
Το δεύτερο κύμα του φεμινισμού στα τέλη του 1960 ήταν στην ουσία μια απόρριψη αυτού του κοινωνικού συμβολαίου. Ο φεμινισμός έκρινε πως αυτό το συμβόλαιο δημιουργήθηκε από την πατριαρχία όχι για να προστατέψει την γυναίκα. Αλλά για να την περιορίσει. Και πως ο γάμος υπήρχε όχι για να περιορίσει τις σεξουαλικές ορμές του άντρα αλλά της γυναίκας. Το ουσιαστικό πόρισμα του δευτεροκινηματικού φεμινισμού ήταν πως η πατριαρχία με τους ηθικοπλαστικούς κανόνες που έθετε στο σεξ προσπαθεί να αρνηθεί στις γυναίκες την σεξουαλική ηδονή. Ακόμα και σήμερα υπάρχει ο απόηχος των απόψεων αυτών. Που μεταφράζονται με το πως όλες οι πατριαρχίες ιστορικά έχουν ως κοινό σημείο τον έλεγχο του γυναικείου σώματος ως μέσο αναπαραγωγής.
Αυτό που βολικά ξεχνάνε φυσικά να αναφέρουν είναι πως ακόμα όμως και σήμερα η πλευρά του άντρα στο κοινωνικό συμβόλαιο του γάμου συνεχίζει να ισχύει.
Πως δηλαδή ακόμα και σήμερα στα πλαίσια του γάμου ο άντρας θεωρείται υπεύθυνος για να παρέχει μια αξιοπρεπής ζωή στην γυναίκα και τα παιδιά του. Μια συμφωνία που όχι μόνο δεν άλλαξε αλλά που ο φεμινισμός επιμένει να υπάρχει ακόμα και όταν δεν υπάρχει γάμος. Μέσα στα πλαίσια της διατροφής. Ακόμα και στις περιπτώσεις που ο άντρας μπορεί να μην έχει καμία επαφή με τα παιδιά του. Ή να μην επιθυμούσε το παιδί αυτό εξαρχής. Μέσα στην κλασική διπολική ρητορική του φεμινισμού λοιπόν η γυναίκα όφειλε να απελευθερωθεί από την αρχαία σύμβαση του γάμου και να μην ντρέπεται να βιώσει την σεξουαλικότητα της. Την ίδια στιγμή που ο άντρας δεν οφείλει να απελευθερωθεί από την αρχαία σύμβαση του γάμου του να στηρίζει την οικογένεια του.
Υπήρχε όμως μια κινηματική ιδέα που βοηθήθηκε από την τεχνολογία της έκτρωσης και του αντισυλληπτικού χαπιού. Στο ότι η γυναίκα οφείλει να ευχαριστιέται το σεξ με τον ίδιο τρόπο που το ευχαριστιέται ο άντρας. Πως ήταν εξίσου σημαντικό για αυτές και πως είχαν το ίδιο δικαίωμα να φλερτάρουν ανοιχτά τους άντρες. Και να αποζητούν σεξ από αυτούς. Και έτσι γεννήθηκε η σεξουαλική επανάσταση.
Από την αρχή όμως εκείνης της εποχής υπήρχαν φωνές που ψιθύριζαν στα σκοτεινά σοκάκια του φεμινισμού ότι το σεξ μέσα ή έξω από τον γάμο, θα είναι για πάντα μια αρένα μάχης στην οποία ο άντρας θα είναι πάντα νικητής. Ριζοσπαστικές φεμινίστριες όπως η Sheila Jeffreys, η Andrea Dworkin και η Catherine MacKinnon ανέπτυξαν θεωρίες που μιλούσαν όχι για σεξουαλική απελευθέρωση. Αλλά για υποδούλωση.
Οι θεωρίες αυτές αν και αντιμετωπίστηκαν σκεπτικιστικά από τον φεμινισμό στην αρχή, γρήγορα κέρδισαν έδαφος στον φεμινιστικό ακαδημαϊσμό και ακτιβισμό.
Μέσα από τον ακαδημαϊσμό και τον ακτιβισμό οι θεωρίες αυτές εισχώρησαν στην τέχνη, την διαφήμιση, την δημοσιογραφία. Τον νόμο και πολιτικές, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν μια μοραλιστική ισοπαλία γύρω από το σεξ. Οι θεωρίες αυτές εξηγούσαν πως δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο σεξ και την βία. Και πως για την ακρίβεια το σεξ είναι βία. Ως αποτέλεσμα πλέον το 2021 έχουμε μια μαζική αλλαγή στον ορισμό της σεξουαλικής κακοποίησης. Που συμπεριλαμβάνει το άγγιγμα οποιουδήποτε μέρος του σώματος με σεξουαλικό τρόπο. Ακόμα και πάνω από ρούχα,. Όπως και της σεξουαλικής παρενόχλησης. Που πλέον συμπεριλαμβάνει οποιαδήποτε ανεπιθύμητη προσοχή μπορεί να δείξει ένας άντρας σε μια γυναίκα. Ακόμα και το βλέμμα.
Το 1989 η Catherine MacKinnon δημοσίευσε το απόσταγμα αυτής της ρητορικής σε ένα άρθρο. Με τον τίτλο Sexuality, Pornography, Method: Pleasure under Patriarchy. Μέσα στο κείμενο αναφέρει “συγκρίνετε τις μαρτυρίες γυναικών που έχουν βιαστεί με τις σεξουαλικές εμπειρίες των γυναικών. Και τα δυο έχουν πολλές ομοιότητες”. Το άρθρο καταλήγει στο ότι “μέσα από αυτό το πρίσμα η βασική διαφορά ανάμεσα στην σεξουαλική πράξη (φυσική) και τον βιασμό (αφύσικη) είναι πως η φυσική συμβαίνει τόσο συχνά που πλέον είμαστε ανίκανες να δούμε πως κάτι λάθος υπάρχει με αυτή¨. Όχι. Η Catherine MacKinnon δεν ήταν κάποια παλαβή με κόκκινα μαλλιά που τσίριζε στους δρόμους, ούτε μια “εξαίρεση”. Ήταν μια αξιοσέβαστη νομικός και ακαδημαϊκός. Που το άρθρο της ξεδίπλωνε ξεκάθαρα μέσα σε νομικό πλαίσιο την ιδέα πως το σεξ είναι κάτι λάθος. Και πως αυτό θα έπρεπε να είναι μέρος της φεμινιστικής ατζέντας.
Το 1990 η φεμινίστρια λεσβία Sheila Jeffreys εξέδωσε το βιβλίο της Anticlimax: A feminist Perspective of the Sexual Revolution. Στο οποίο αναφέρει ξεκάθαρα πως η σεξουαλική απελευθέρωση έρχεται μετωπικά σε αντίθεση με την χειραφέτηση των γυναικών.
Η θεωρία της βασίζεται στο ότι η σεξουαλική επιθυμία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την υποταγή του σώματος της γυναίκας.
Το κίνημα του metoo ήταν ο μεσσίας αυτών των ιδεών. Σε μια ενωμένη φωνή που ανάγγειλε πως το σεξ είναι άμεσα συνδεδεμένο με εγκληματική συμπεριφορά απέναντι στις γυναίκες. Για να καταφέρει να πραγματωθεί ως ιδέα το κίνημα του metoo επαναπροσδιόρισε τον ορισμό της συναίνεσης σε μη συναίνεση με ποικίλους τρόπους (αλκοόλ, εργασία, υψηλή θέση, σχέση δύναμης κτλ), και ξεκαθαρίζει πως ακόμα και το συναινετικό σεξ βάλλει εάν όχι όλες, κάποιες γυναίκες.
Ένας τέτοιος επαναπροσδιορισμός της συναίνεσης μπορεί να φανεί σε μια πρόσφατη συνέντευξη της Monica Lewinsky. Στην οποία εξηγεί πως μέσα από το πρίσμα του metoo επαναπροσδιόρισε το τι είχε συμβεί με τον Πρόεδρο Clinton. Μέχρι και πρόσφατα οι επίσημες δηλώσεις της Lewinsky ήταν πως οτιδήποτε συνέβαινε ανάμεσα σε αυτή και τον Clinton ήταν απόλυτα συναινετικό. Στην συγκεκριμένη όμως συνέντευξη αλλάζει γνώμη και εκεί διακρίνουμε την γνώριμη ετυμολογία της θυματοποίησης του metoo. Μας εξηγεί πως “Τώρα βλέπω πόσο προβληματικό ήταν το ότι φτάσαμε σε ένα σημείο που έπρεπε να δωθεί συναίνεση. Αντιθέτως ο δρόμος που με οδήγησε στην συναίνεση αυτή ήταν στρωμένος με κατάχρηση δύναμης και προνόμιου”. Η ίδια στο παρελθόν είχε πει σε συνέντευξη της πως ήταν κολακευμένη από την προσοχή που της έδειξε ο Clinton. Και πως του είχε δείξει το εσώρουχο της σαν σημαία σεξουαλικής πρόσκλησης.
Το κίνημα του metoo κάνοντας τεράστιες δρασκελιές προς το παρελθόν, επαναπροσδιορίζει το ναι σημαίνει ναι και το όχι σημαίνει όχι.
Πλέον το ναι δεν σημαίνει απαραίτητα ναι. Δεν σημαίνει απαραίτητα ναι εάν μια γυναίκα έχει πιει αλκοόλ. Έστω και ένα ποτήρι. Δεν σημαίνει ναι εάν υπάρχει διαφορά στην θέση δύναμης ανάμεσα στον άντρα και την γυναίκα. Δεν σημαίνει ναι εάν η γυναίκα αλλάξει γνώμη την επόμενη ημέρα και αισθανθεί άσχημα για την συναίνεση που έδωσε. Πλέον το δίχτυ της ενοχής για το σεξ που πετάει με δύναμη το metoo στις κοινωνίες πιάνει όλο και μεγαλύτερη περιοχή. Με την πρόφαση που όπως η Catherine MacKinnon είχε αναφέρει πως το φυσικό σεξ είναι κάτι λάθος. Και μεταφράζεται ως κακοποίηση.
Ακόμα και όταν δεν υπάρχει διαφορά δύναμης ανάμεσα στον άντρα και την γυναίκα το κίνημα του metoo βρίσκει συνέχεια τρόπους να επαναπροσδιορίσει την έννοια της συναίνεσης. Σε ένα άρθρο της New York Times η συντάκτης “φύλου” της εφημερίδας Jessica Bennet μας ενημερώνει για τις “γκρίζες περιοχές” της συναίνεσης, σε ένα άρθρο της με τον τίτλο “Όταν το να πεις Ναι είναι ευκολότερο από το να πεις Όχι”. Μέσα στο άρθρο αναφέρει ως μη συναινετικό σεξ “το σεξ που στην πραγματικότητα δεν θέλει η γυναίκα να κάνει αλλά είναι ευκολότερο να πει ναι”. Το “χλιαρό σεξ” και το “κακό σεξ το οποίο σε κάνει να νιώθεις άσχημα μετά την πράξη”. Κάνει αναφορές πάλι στην κατανάλωση αλκοόλ που οδηγεί στην ουσία στην απώλεια συναίνεσης. Και μας εξηγεί πως “υπάρχει έλλειψη συναίνεσης όταν η γυναίκα δεν μπορεί να πει όχι εξαιτίας των κοινωνικών προσδοκιών”.
Πενήντα χρόνια μετά την σεξουαλική επανάσταση η κυρίαρχη φεμινιστική γνώμη επιτάσσει πως η γυναίκα είναι ανίκανη να εκφράσει αυτό που επιθυμεί ή να δηλώσει αυτό που πραγματικά θέλει.
Ένα κίνημα που υποθετικά ξεκίνησε να απελευθερώσει σεξουαλικά την γυναίκα και να της δώσει δύναμη και ελευθερία κατέληξε να γίνεται ένα εργαλείο συνεχούς θυματοποίησης και γκρίνιας για την υποτιθέμενη πατριαρχία. Ώστε να δικαιολογήσει την ηθικοπλαστική δειλία των γυναικών. Ακόμα και το σεξ μέσα στα πλαίσια του γάμου είναι πλέον κάτω από το βλέμμα της ιεράς συνόδου του metoo.
Σε ένα άρθρο του το Vox μας ζητά να μιλήσουμε για την σεξουαλική κακοποίηση μέσα στον γάμο, αν και όσα περιγράφει στο άρθρο του δεν είναι σεξουαλική κακοποίηση στην πραγματικότητα αλλά μια ακόμα προσπάθεια αναπροσδιορισμού της. Περιγράφοντας έναν γάμο χρόνων χωρίς αγάπη, η ανώνυμη συγγραφέας που -προς μεγάλη μας έκπληξη- διδάσκει φεμινιστική θεωρεία σε Αμερικανικό Πανεπιστήμιο, μας εξηγεί πως “κακοποιούνταν κάθε φορά που έκανε σεξ με τον άντρα της αν και το σεξ ήταν συναινετικό”. Φυσικά η αιτία που δεν μπορούσε να πει όχι στο σεξ, ή να πάρει διαζύγιο είναι η “πατριαρχία”. Και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει “όλα τα φεμινιστικά κείμενα που είχα μέχρι τότε διαβάσει ήταν ανίκανα να πνίξουν όσα είχα απορροφήσει από την κοινωνική αντίληψη πως πρέπει να ικανοποιώ τον άντρα χωρίς να σκέφτομαι τι θέλω εγώ”.
Μέσα στο κείμενο αντιθέτως αναφέρει την απαξίωση που έδειχνε ως προς τον άντρα της και τις ερωτικές του επιθυμίες. όπως για παράδειγμα το ότι διάβαζε ένα βιβλίο την ώρα που έκαναν σεξ ή πως αρνούνταν να τον φιλήσει στα χείλη.
Για χρόνια. Με λίγα λόγια ο παραπλανητικός τίτλος του άρθρου που μας παρακινεί πως πρέπει να μιλήσουμε για την “κακοποίηση” μέσα στον γάμο, μας οδηγεί σε μια ροή αφόρητης γκρίνιας μιας γυναίκας που δεν απολάμβανε το σεξ με τον άντρα της και το μεταφράζει ως “κακοποίηση”. Το αποτέλεσμα της μηχανής παραγωγής γκρίνιας που είναι το metoo μεταφράζει την αδιαφορία για τον σύζυγο που καθόλου δεν μας απασχολεί το πως αισθάνονταν με την συνεχής απόρριψη της γυναίκας του, ως “κακοποίηση” της γυναίκας.
Οι ομοιότητες του άρθρου με μια διατριβή της καθηγήτριας φιλοσοφίας και νομικής Robin West που εκδόθηκε το 2008 με τον τίτλο “Sex, Law and Consent”, είναι τρομαχτικές. Το κείμενο που θα πρότεινα σε όλους να διαβάσουν είναι το απόσταγμα της φεμινιστικής πολιτικής του metoo. Και ένα δείγμα για το που αποσκοπεί η ρητορική της θυματοποίησης του.
Μέσα στο κείμενο η καθηγήτρια Robin West μας εξηγεί πως ο φεμινισμός πρέπει να πάρει άμεσα μέτρα για το ανεπιθύμητο σεξ στο οποίο οι γυναίκες συναινούν.
Στο σεξ δηλαδή που η γυναίκα είπε ναι ενώ ήθελε να πει όχι. Στο κείμενο αναφέρεται πως “το συναινετικό σεξ, όταν είναι ανεπιθύμητο. Συχνά βλάπτει το άτομο, την αυτονομία, την αξιοπρέπεια και την ταυτότητα του ατόμου που συναινεί σε αυτό. Οι βλάβες αυτές δεν αναγνωρίζονται από τον Νόμο και από εμάς τους υπόλοιπους”. Και κάνει ξεκάθαρο πως “ο νόμος πρέπει να εστιάσει περισσότερο στο τι γίνεται στο συναινετικό σεξ. Και τις βλάβες του στα πλαίσια της διαπροσωπικής σφαίρας”.
Δέκα χρόνια μετά το άρθρο του Vox κάνει ακριβώς αυτό. Εξηγώντας μας πως “πρέπει να συζητήσουμε για την σεξουαλική κακοποίηση στον γάμο”. Την ώρα που στην πραγματικότητα μας μιλά για τις “βλάβες του συναινετικού σεξ”. Η ξεκάθαρη πρόταση της West και του άρθρου είναι πως το ανεπιθύμητο συναινετικό σεξ δεν είναι κάτι που απλά πρέπει να αντιμετωπιστεί ώριμα από ενήλικους ανθρώπους. Η πρόταση είναι πως πρέπει να μας απασχολήσει νομικά και πως είναι μια μορφή σεξουαλικής κακοποίησης.
Ο επαναπροσδιορισμός της συναίνεσης γίνεται εργαλείο ηθικοπλασίας και μέσο για τον εξευτελισμό, διαπόμπευση και έλεγχο της αντρικής σεξουαλικότητας.
Καμία από τις θεωρίες, εικασίες και απαιτήσεις δεν λαμβάνουν υπόψιν τους την πλευρά του άντρα.
Επειδή ο άντρας έχει προνόμιο και άρα δεν έχει δικαίωμα να μιλήσει. Η θέση του άντρα σε έναν γάμο χωρίς αγάπη και χωρίς σεξ δεν μας αφορά. Ο φεμινισμός δεν ενδιαφέρεται για την συμπερίληψη του σεξ μέσα σε μια σχέση ως μια έκφραση αγάπης. Ή ακόμα και ανθρώπινης ανάγκης. Ως τέχνη ή ως μετάφραση του κόσμου. Ως ένωση και ως συναίσθημα. Ενδιαφέρεται μόνο για την υποτιθέμενη δύναμη και την υποτιθέμενη κακοποίηση. Δεν ενδιαφέρεται για τους άντρες που και αυτοί κάνουν ανεπιθύμητο σεξ με τις γυναίκες τους. Ενδιαφέρεται να δημιουργήσει μια καρικατούρα παρόμοια με αυτή του άρθρου στο Vox. Όπου ο άντρας δεν έχει καμία αυτοεκτίμηση και συναίσθημα. Και να στιγματίσει το σεξ ως κάτι βρώμικο, αναίσθητο και κακοποιητικό για το σώμα και την ψυχή.
Το αποτέλεσμα είναι μια τεράστια αύξηση θυμού και απαξίωσης για τους άντρες από την πλευρά των γυναικών. Και ένα υπεραυξημένο στίγμα των αντρών για ένα τεράστιο φάσμα μη εγκληματικής συμπεριφοράς. Όπως για παράδειγμα το βλέμμα και η σεξουαλική πρόσκληση.
Ακόμα και όταν αυτά αφορούν τις γυναίκες ή τις κοπέλες τους.
Το metoo όπως έκανε στην περίπτωση Aziz Ansari (ο οποίος αναγκάστηκε να ζητήσει δημόσια συγνώμη επειδή ήθελε να κάνει συναινετικό σεξ με την κοπέλα που βγήκε μαζί της ραντεβού), θα συνεχίζει να επαναπροσδιορίζει την κακοποιητική και εγκληματική συμπεριφορά σε κοινωνικό αλλά και νομικό πλαίσιο, κατηγοριοποιώντας χλιαρές ή κακές γυναικείες εμπειρίες ως σεξουαλική ή συναισθηματική κακοποίηση.
Η βασική επιθυμία της φεμινιστικής ατζέντας ήταν από πάντα να δώσει στην γυναίκα την δύναμη (που να υποστηρίζεται νομικά, κοινωνικά και ηθικά) να προσδιορίζει την κάθε πτυχή σεξουαλική ή όχι, της οποιαδήποτε αλληλεπίδρασης έχει με τον άντρα. Η δύναμη του να προσδιορίζεις την πραγματικότητα είναι η μεγαλύτερη που μπορεί κάποιος να φανταστεί. Και καθώς ο προσδιορισμός αυτός της πραγματικότητας γίνεται συνεχώς μέσα στο νομικό, κοινωνικό και ηθικό κομμάτι της Δύσης μέσα από αυθαίρετες δογματικές και απλοϊκές μεταφράσεις του κόσμου μας περί πατριαρχίας και προνομίου, ο άντρας καθίσταται χωρίς φωνή στην δημόσια και ιδιωτική σφαίρα, καθώς η γνώμη του “δεν μας αφορά”.