Το πρόβλημα δεν ήταν ότι οι φεμινίστριες ήθελαν ίσα δικαιώματα με τους άντρες αλλά πως συνάμα ήθελαν και ειδική μεταχείριση. Σε καμία άλλη εποχή ιστορικά όσο σε αυτή, η επίδειξη της αδυναμίας που προβάλλουν οι γυναίκες δεν θεωρούνταν επίδειξη δύναμης. Η τσιρίδα του “είμαι τραυματισμένη” διαφημίζεται ως τεράστια επίδειξη δύναμης, μεγαλύτερης από την δύναμη που επιδεικνύει το “μπορώ να το διαχειριστώ”. Μια γυναίκα που αδυνατεί να διαχειριστεί μια απλούστατη κατάσταση παρουσιάζεται ως θαρραλέα.
Το πρόσφατο τσουνάμι υστερίας που ήταν το ελληνικό metoo έχει να μας προσφέρει πολλά τέτοια παραδείγματα. Η Μάνια Μπίκοφ μας διηγείται την δική της ιστορία “κακοποίησης” και το “θάρρος” που χρειάστηκε για να μας πει ότι δεν ήταν ικανή να πει ένα απλό όχι όταν χρειάστηκε. “Ξέρετε πόσο δύναμη χρειάζεται να αποδεχθείς αρχικά ότι είσαι θύμα βίας και να το πεις; Έχετε σκεφτεί πόσο δύσκολο είναι να πρέπει να χειριστείς και την βία αλλά και όλους όσους σε κρίνουν”; Ένας γιατρός μας λέει ότι της ζήτησε πριν δεκάδες χρόνια να κατεβάσει το μαγιό της για να της εξετάσει το ώμο. “Ο συγκεκριμένος δεν με άγγιξε στο στήθος, την έβρισκε όμως να μας βλέπει. Τότε φοβόμουν. Έπειτα απλά το διέγραψα από τη μνήμη μου”. Με λίγα λόγια δεν της έκανε απολύτως τίποτα. Και αυτή θα μπορούσε να πει απλά “όχι”. Ή να ζητήσει να εξεταστεί από κάποιον άλλο γιατρό.
Η Νίκη Μπακογιάννη βγήκε για καφέ με έναν μεγαλύτερο σε ηλικία άντρα και “άρχισε να καταλαβαίνει ότι κάτι άλλο ήθελε”.
“Είχα σοκαριστεί” μας εξηγεί.
Η Μαρίνα Ψυχογιού μας ενημερώνει πως “δεν ήταν εύκολο να αντιδράσει” όταν κάποιος της άγγιξε το πόδι και πως “θα ήταν αγένεια” να του πει ότι δεν θέλει να την πάει σπίτι της ή να του μιλήσει άσχημα.Αυτή η ολική ανικανότητα να διαχειριστούν πλέον οι γυναίκες ακόμα και τις πιο απλές καταστάσεις όπως μια έξοδο για καφέ, ένα άγγιγμα στο πόδι ή να πουν όχι σε κάτι που φαντάζει ανάρμοστο, παρουσιάζονται ως τεράστια και απροσπέλαστα εμπόδια. Και η αδυναμία τους να τα διαχειριστούν μεταμορφώνεται σε “δύναμη” επειδή “τα άντεξαν”. Όλο αυτό συνοδεύεται με την απαίτηση να γίνεται αυτή η παράνοια πιστευτή.
Και να μην αμφισβητείται.
Και όχι μόνο να γίνεται πιστευτή και να μην αμφισβητείται αλλά και να αμείβεται. “Βαριά ήττα παρά την γενναία πράξη” μας ενημερώνει άρθρο για την ήττα της Σοφίας Μπεκατώρου στις εκλογές για την Προεδρία της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας. Δεν έχει σημασία που την θέση την κέρδισε μια άλλη γυναίκα. Σημασία έχει που δεν την κέρδισε η Σοφία Μπεκατώρου που σύμφωνα με το άρθρο “έπρεπε να αμειφθεί” για το “θάρρος” που έδειξε να μας εξιστορήσει την ανικανότητα της να διαχειριστεί μια εξαιρετικά απλή κατάσταση.
Και αυτό ακριβώς είναι ένα τεράστιο θέμα που όλοι μας αρνούμαστε να συζητήσουμε. Καλούμαστε να εκλέξουμε και να αναθέσουμε ηγετικές θέσεις σε γυναίκες που οι ίδιες παραδέχονται -και εμείς χειροκροτούμε- πως αδυνατούν να διαχειριστούν εξαιρετικά απλές καταστάσεις και “παγώνουν” αδυνατώντας να αντιδράσουν σε κάτι τόσο ασήμαντο όσο μια πρόταση για καφέ, ένα άγγιγμα στο πόδι ή μια σεξουαλική πρόσκληση. Αναγάγουμε τις γυναίκες σε ανήλικα παιδιά, τους αφαιρούμε την οποιαδήποτε δυνατότητα να διαχειριστούν ακόμα και τις πιο απλοϊκές καταστάσεις της ζωής, και μετά απαιτούμε να ηγηθούν των δικών μας ζωών.
Το τραύμα μεταφράζεται ως δύναμη και αυτό είναι εξαιρετικά προβληματικό.
Όταν συμπεριφερόμαστε στις γυναίκες λες και είναι ανήλικα παιδιά που δεν έχουν το σθένος, την δύναμη και την αποφασιστικότητα να διαχειριστούν ακόμα και τις πιο απλές επιλογές στις ζωές τους, τότε δεν τους έχουμε δώσει “‘ίσα δικαιώματα”. Τους έχουμε δώσει ειδική μεταχείριση. Όταν μεταφράζουμε την αδυναμία τους ως “δύναμη” δεν τους δίνουμε “ίσα δικαιώματα”. Τους δίνουμε ειδική μεταχείριση. Εάν μια γυναίκα “παγώνει” μπροστά σε μια πρόταση για σεξ πως είναι ικανή να διαχειριστεί εξαιρετικά σοβαρές καταστάσεις σε ηγετικές θέσεις; Πως μπορεί να πάρει δύσκολες αποφάσεις σε κλάματα δευτερολέπτου; Να διαλέξει ποιες ζωές θα σωθούν σε ένα ανοιγόκλεισμα του ματιού; Να δώσει εντολή να πεθάνουν χιλιάδες φαντάροι; Να είναι βράχος την στιγμή που τα πάντα γύρω της καταρρέουν;
Εάν οι γυναίκες σύμφωνα με το αφήγημα του metoo δεν είναι ικανές να λειτουργήσουν με λογική, σθένος και αποφασιστικότητα, πως είναι δυνατόν να είναι ικανές να διαχειριστούν ουσιαστικές καταστάσεις κινδύνου και να πάρουν αποφάσεις για θέματα ζωής και θανάτου; Η αντιπροσώπευση των πολιτών σε ηγετικές θέσεις χρειάζεται δύναμη και τεράστια αντοχή στις αντιξοότητες. Χρειάζεται διπλωματία και λογική απέναντι στην πολυπλοκότητα των καταστάσεων. Πως λοιπόν μια μαζική αποδοχή της αδυναμίας ως “δύναμη” βοηθάει ακριβώς τις γυναίκες; Τις γυναίκες που θέλουν να ηγηθούν και να τις παίρνει ο κόσμος στα σοβαρά; Πως μπορεί ο άντρας της Ellen O’Connel Whittet να σκεφτεί στα σοβαρά να ψηφίσει την γυναίκα που ψήφισε η σύζυγος του απλά επειδή είναι γυναίκα;
Η πολιτική ήταν και παραμένει ένας σκληρός χώρος και οι πολιτικές προσωπικές επιθέσεις είναι μέρος αυτής της δουλειάς.
Όταν ο Γαβρόγλου λίγους μήνες έκανε μια τέτοια επίθεση στην Υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως, ολόκληρο το ίντερνετ ανατινάχτηκε. Όλοι μιλούσαν για “σεξισμό” και απαίτησαν δημόσια απολογία από τον “φριχτό πατριάρχη”. Με λίγα λόγια τα κοινωνικά αντανακλαστικά απέδειξαν πως μια ολόκληρη Υπουργός που έχει δημοκρατικά εκλεχτεί από τον λαό για να διαχειριστεί σοβαρά ζητήματα τους, είναι παντελώς ανίκανη να διαχειριστεί κάτι τόσο απλό όσο ένα πολιτικό σχόλιο. Πως είναι δυνατόν να εμπιστευόμαστε τις γυναίκες να αναλαμβάνουν υπουργικές θέσεις όταν αντανακλαστικά τους συμπεριφερόμαστε λες και είναι παιδιά που πρέπει να προστατευτούν ακόμα και από απλές λέξεις;
Και είναι ακριβώς αυτό το ουσιαστικό πρόβλημα.
Ο φεμινισμός παρουσιάζει την γυναίκα όχι ως μια αυτόνομη ύπαρξη αλλά ως μια τεράστια συλλογικότητα. Το γυναικείο “βίωμα” είναι αναπόσπαστο μέρος της φεμινιστικής θεωρίας. Κατά τον ίδιο τρόπο η αδυναμία της να αντιδράσει στις καταστάσεις που περιγράφονταν από τις καταγγέλλουσες του metoo, παρουσιάζονται ως κάτι που “όλες οι γυναίκες” έχουν βιώσει. Σύμφωνα με τον φεμινισμό όλες οι γυναίκες έχουν σε κάποιο βαθμό κακοποιηθεί από άντρες. Και όλες οι γυναίκες αδυνατούν να αντιδράσουν. Όλες οι γυναίκες “παγώνουν”. Και όσες λένε το αντίθετο πρέπει να τιμωρηθούν και να διασυρθούν ως μισογύνισες και “πικ μι”.
Με λίγα λόγια ο φεμινισμός αναγάγει τις γυναίκες σε μια μαζική κολεκτίβα, ανίκανη για προσωπική σκέψη, κριτική και αντανακλαστικά, που πρέπει να προστατευτεί από την κοινωνία μιας και είναι ανίκανη να αντιδράσει ακόμα και στις πιο απλές περιστάσεις. Και συνάμα μας ζητά να τις εμπιστευτούμε με την ψήφο μας.
Ζούμε σε μια εποχή όπου τα δάκρυα γυναικών που ομολογούν δημόσια πως είναι ανίκανες να διαχειριστούν απλές καταστάσεις της ζωής, μεταφράζονται ως ηγετική ικανότητα.
H Nellie Mclung είχε γράψει 100 χρόνια πριν πως οι άντρες είναι υπεύθυνοι για τον πόλεμο. Και πως οι γυναίκες πληρώνουν το τίμημα του. Κάτι που η Hillary Clinton επανέλαβε 100 χρόνια μετά και φυσικά κάτι που οι φεμινίστριες επαναλαμβάνουν ευαγγελικά.
Όμως αυτό δεν είναι αλήθεια.
Ιστορικά οι βασίλισσες κήρυτταν πολέμους πολύ πιο συχνά από τους βασιλιάδες. Άντρες πέθαιναν όμως αποκλειστικά στα πεδία μάχης.
Ακόμα και στην σύγχρονη ιστορία οι γυναίκες αρχηγοί είναι εξαιρετικά σκληρές. Σε ερώτηση της δημοσιογράφου Lesley Stahl για τους θανάτους μισού εκατομμυρίου παιδιών στο Ιράκ, η Αμερικανίδα υπουργός εξωτερικών Μαντλίν Ολμπράιτ απάντησε “πιστεύουμε πως αξίζει”.
Για εθνοκάθαρση κατηγορήθηκε η Πρωθυπουργός Αούνγκ Σαν Σου Κι από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Επί των ημερών της Πρωθυπουργίας της Τανσού Τσιλέρ η Τουρκία εισέβαλλε στα Ίμια. Φέρνοντας τις χώρες μας στα πρόθυρα του πολέμου.
Τέσσερις στις πέντε ισχυρότερες πολεμικές βιομηχανίες των ΗΠΑ έχουν γυναίκες διευθύνοντες σύμβουλους. Οι γυναίκες αυτές υπογράφουν κάθε χρόνο συμβόλαια εκατοντάδες δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Και φυσικά οι γυναίκες δεν προσπάθησαν με την ψήφο ή την εκλογή τους να καταργήσουν τον στρατό, αλλά απαίτησαν να απορροφηθούν σε αυτόν με ποσόστωση. Απαίτησαν να γίνουν μέρος του με ειδική μεταχείριση.
Το πρόβλημα λοιπόν δεν ήταν ποτέ τα ίσα δικαιώματα με τους άντρες. Το πρόβλημα ήταν πως οι φεμινίστριες ήθελαν ίσα δικαιώματα αλλά συνάμα ήθελαν και ειδική μεταχείριση. Την δυνατότητα να παρουσιάζουν τις γυναίκες δυναμικές αλλά συνάμα και αδύναμες. Και να εκμεταλλεύονται αυτή την αλά καρτ θυματοποίηση τους για περισσότερες πολιτικές που τις ευνοούν και τους δίνουν δύναμη απέναντι στους αγαθούς άντρες που τις θεωρούν ανίκανες να διαχειριστούν ακόμα και ένα κομπλιμέντο.