Ο έλεγχος της γλώσσας είναι ένα από τα βασικότερα εργαλεία στο ταγάρι του φεμινισμού. Ο περισσότερος κόσμος δεν έχει αντιληφθεί το μέγεθος του κινδύνου που ελοχεύει στην αδιαφορία που επιδεικνύουμε στις φασιστικές πολιτικές του φεμινισμού. Την στιγμή αυτή υπάρχει σοβαρή συζήτηση για το εάν θα απαγορευτούν οι συζητήσεις για αθλήματα σε εργασιακούς χώρους. Προσωπικά δεν με ενδιαφέρουν τα σπορ και ποτέ δεν ασχολήθηκα με αυτά. Αυτό δεν με σταματά όμως από το να διακρίνω την φασιστική πολιτική πίσω από τέτοιου είδους πρακτικές.
Επαναλαμβάνω: αυτή την στιγμή γίνεται σοβαρή συζήτηση για το εάν θα απαγορευτούν συγκεκριμένα θέματα συζήτησης στους χώρους εργασίας. Επειδή “οι γυναίκες αισθάνονται παραμερισμένες” και επειδή τα θέματα αυτά “συμβάλουν στην τοξική αρρενωπότητα που οδηγεί σε κακοποιητική συμπεριφορά απέναντι στις γυναίκες”. Χαρακτηριστικά μας αναφέρεται πως οι συζητήσεις για σπορ στον χώρο εργασίας οδηγούν σε “ελαφριά φιλικά χτυπήματα στην πλάτη” που κάνουν τις γυναίκες να νιώθουν άβολα και οδηγούν σε σεξουαλική παρενόχληση.
Και αυτό τώρα φτάσαμε στο σημείο να το συζητάμε σοβαρά.
Και να μας εξηγούν οι φεμινίστριες πως “οκ δεν είπαμε και να το απαγορεύσουμε. Αλλά πρέπει να το ελέγχουμε, να γίνεται με ρέγουλα”. Συζητάμε στα σοβαρά να ελέγχουμε τα θέματα των συζητήσεων μας για να μην αισθάνονται “άβολα και παραμερισμένες” οι γυναίκες. Και τους δίνουμε εγκληματική χροιά μιας και αυτά υποθέτουμε βάση φεμινιστικών υποθέσεων που καμία σχέση δεν έχουν με την επιστημονική αλήθεια πως “οδηγούν σε εγκληματικές συμπεριφορές”. Η λογική αυτή συνάδει απόλυτα με το φεμινιστικό αφήγημα του “ποινικοποιούμε οτιδήποτε αισθανόμαστε ότι μας απειλεί”. Και περιστρέφονται γύρω από βασική φεμινιστική θεωρία. Οι φεμινίστριες στην προκειμένη επικαλούνται μια μικροεπίθεση. Εφόσον εξηγούν πως αυτή η μικροεπίθεση βάλλει την γυναίκα εξηγούν πως αυτή είναι μέρος της δομικής βίας που βιώνουν οι γυναίκες. Και τέλος εξηγούν πως πρέπει να δημιουργηθεί ένας ασφαλής χώρος για αυτήν. Όλα στο όνομα της ασφάλειας βέβαια.