Πορνεία και φεμινισμός. Μια ιστορική αναδρομή για το πως ο φεμινισμός δαιμονοποίησε την αντρική σεξουαλικότητα.
Όπως έχουμε δει σε προηγούμενα άρθρα ο φεμινισμός γεννήθηκε από πλούσιες λευκές γυναίκες με τεράστιο αριθμό υπηρετών και προνομίων. Δύναμη, πλούτος και προνόμια που τους είχαν χαριστεί και που δεν χρειάστηκε να κερδίσουν. Ένα από τα πρώτα πράγματα που οι σουφραζέτες αναγνώρισαν ως απειλή ως προς τα προνόμια και την δύναμη τους ήταν η πορνεία. Η πρόσβαση δηλαδή των αντρών στο σεξ έξω από τον γάμο. Το κοινωνικό συμβόλαιο που τους έδινε πρόσβαση στην δύναμη και τον πλούτο των αντρών. Η ευκαιρία για να πολιτικοποιήσουν αυτή την απειλή ξεκίνησε δυο αιώνες πριν. Και συνεχίζεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και σήμερα.
Η πορνεία ήταν κάτι που απασχολούσε συχνά την δημόσια σφαίρα της Αγγλίας και της Αμερικής τον 19ο αιώνα, κυρίως εξαιτίας των σεξουαλικά μεταδιδόμενων ασθενειών, αρκετές εκ των οποίων ήταν τότε ανίατες. Αν και οι αριθμοί δεν είναι ξεκάθαροι, ιστορικοί συμφωνούν ότι οι ασθένειες αυτές ήταν ο λόγος για αμέτρητες περιπτώσεις σοβαρών θεμάτων υγείας. Που μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμα και στον θάνατο.
Το θέμα της πορνείας λοιπόν ήταν κάτι που απασχολούσε τις τότε κοινωνίες για δεκαετίες.
Όσο όμως οι κυβερνήσεις και η επιστήμη προσπαθούσαν να επιλύσουν το τεράστιο αυτό πρόβλημα, οι φεμινίστριες του 19ου αιώνα βρήκαν την ευκαιρία να πολιτικοποιήσουν το θέμα και να επιτεθούν στην αντρική σεξουαλικότητα με έναν τρόπο τόσο βάναυσο που ηχεί ακόμα και στις σημερινές απόψεις του φεμινισμού για την πορνεία. Οι φεμινίστριες τότε, όπως και τώρα, παρουσίαζαν τις πόρνες ως αθώα θύματα της “αρρωστημένης” σεξουαλικότητας των αντρών. Παρουσίαζαν επίσης όλους τους άντρες, όχι μόνο αυτούς που πλήρωναν για σεξ, ως τέρατα ανίκανα να ελέγξουν την σεξουαλικότητα τους. Και που οι “αρρωστημένες” ορέξεις τους για σεξ είναι η ρίζα όχι μόνο σεξουαλικά μεταδιδόμενων ασθενειών. Αλλά και κοινωνικών ασθενειών που οδηγούν στην καταπίεση των γυναικών. Η σημερινή κοινωνική δαιμονοποίηση της αντρικής σεξουαλικότητας έχει τις ρίζες της στις πολιτικές απόψεις των σουφραζετών του 19ου αιώνα.
Η κοινωνίες εκείνη την εποχή αντιμετώπιζαν την πορνεία ως κάτι ντροπιαστικό. Αλλά συνάμα την αποδεχόντουσαν επειδή αναγνώριζαν την βιολογική ανάγκη των αντρών για σεξ. Σε μια κοινωνία που αντιμετώπιζε την γυναικεία αγνότητα ως απαραίτητη, θεωρούνταν αποδεκτό οι ανύπαντροι άντρες να αποζητούν σεξουαλική συνεύρεση με πόρνες. Θεωρούνταν δε μια αποδεκτή πρακτική ακόμα και στις περιπτώσεις των αντρών που οι σεξουαλικές τους ανάγκες δεν ικανοποιούνταν από τις συζύγους τους. Φαινόμενο που ίσχυε τότε όπως και τώρα.
Οι σουφραζέτες όμως είδαν για πρώτη φορά την ευκαιρία να απορρίψουν την πραγματικότητα.
Και να αποδώσουν στο φαινόμενο την δική τους ιδεολογική οπτική, που αφορούσε -φυσικά- την πατριαρχία. Την ευκαιρία αυτή άδραξαν όταν το 1864 ένας νόμος που θεωρητικά καταπολεμούσε το πρόβλημα των σεξουαλικά μεταδιδόμενων ασθενειών ψηφίστηκε στο Αγγλικό Κοινοβούλιο. Ενδιαφέρον αποτελεί το γεγονός ότι αυτός ο νόμος υιοθετήθηκε από χώρες από χώρες που τον εφάρμοσαν χρόνια πριν, ανάμεσα τους και η Ελλάδα. Πρέπει πάντα να έχουμε υπόψιν μας όταν σκεφτόμαστε για αυτά τα θέματα το απόλυτο χάος που υπήρχε εκείνη την εποχή. Εξαιτίας της έλλειψης παιδείας, φαρμάκων, ειδών υγιεινής και πρόνοιας. Η ιατρική δεν είχε βρει την θεραπεία για πληθώρα σεξουαλικά μεταδιδόμενων ασθενειών. Και έπρεπε ανάμεσα σε άλλα να μάθει στους πολίτες της Ελλάδας για παράδειγμα, ότι δεν πρέπει να πετάνε τα σκουπίδια τους στον δρόμο. Ή να μην αφοδεύουν σε δημόσιους χώρους. Ώστε να περιοριστούν τα κρούσματα ασθενειών.
Σε αυτά τα κοινωνικά πλαίσια λοιπόν δημιουργήθηκε μια “αστυνομία” ασθενειών. Και για αρκετά χρόνια οι πόρνες οδηγούνταν παρά την θέληση τους σε κλινικές μέχρι να θεραπευτούν, εφόσον αυτό ήταν δυνατό. Οι πρακτικές της νομοθεσίας ήταν συχνά απάνθρωπες και καταπατούσαν βασικά δικαιώματα των πολιτών της εποχής, με αποτέλεσμα σύντομα η πρακτική αυτή να σταματήσει το 1886. Άξιο αναφοράς είναι ότι παρόμοιες πρακτικές εφάρμοσε αργότερα και το Ναζιστικό καθεστώς. Μέσα σε αυτό το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο όμως οι σουφραζέτες άδραξαν την ευκαιρία να εστιάσουν σε μια πολιτική προπαγάνδα. Που δαιμονοποιούσε την αντρική σεξουαλικότητα. Οι φεμινίστριες της εποχής εκείνης εστίασαν στο ότι οι γυναίκες πόρνες ήταν αυτές που τιμωρούνταν.
Την στιγμή που οι άντρες πελάτες τους δεν αντιμετώπιζαν ανάλογη σκληρότητα από το κράτος.
Η πολιτική προπαγάνδα των φεμινιστριών της εποχής όριζε πως το πρόβλημα δεν πήγαζε από την φυσική ανάγκη των αντρών για σεξ. Αλλά από την εγωιστική αντρική φύση που η πατριαρχία έχει κατασκευάσει ώστε να θεωρεί την γυναίκα τίποτα παραπάνω από ένα σεξουαλικό αντικείμενο. Το πρόβλημα των σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων λοιπόν βάση της φεμινιστικής προπαγάνδας ήταν τότε, και παραμένει, όχι η πορνεία αλλά ένα πατριαρχικό σύστημα που αποτελούνταν από όλους τους άντρες και που “εκπόρνευε” όλες τις γυναίκες. Η εμμονή των φεμινιστριών για την αντρική σεξουαλικότητα, επεκτείνονταν και σε αυτή των ομοφυλόφιλων αντρών. Ο νόμος που απαίτησαν και κατάφεραν να ψηφιστεί και να εδραιωθεί, περιλάμβανε ανάμεσα σε άλλα την ποινικοποίηση του αντρικού ομοφυλόφιλου σεξ, και όχι του γυναικείου.
Μια από τις μεγαλύτερες φεμινιστικές φωνές της εποχής που δούλεψαν ενεργά στην τροποποίηση αυτού του νόμου ήταν η Josephine Butler. Η επίσημη θέση της Butler ήταν ότι η πορνεία πρέπει να εξαλειφθεί και πως μέχρι αυτό να γίνει πραγματικότητα, όλοι οι άντρες, ακόμα και αυτοί που ήταν πιστοί στις γυναίκες τους, πρέπει να αντιμετωπίζονται ως “διεφθαρμένοι που μολύνουν την κοινωνία” επειδή “χρησιμοποιούν την γυναίκα ως σκεύος ηδονής”. Η Butler, σύζυγος ιερέα, δεν έχανε ευκαιρία να δηλώνει την απέχθεια της για την σεξουαλικότητα των αντρών. Και την εξέφραζε δημοσίως σε άρθρα και ομιλίες της 150 χρόνια πριν. Για την Butler η πορνεία ήταν “σκλαβιά στην χειρότερη μορφή της”.
Και οι φεμινίστριες της εποχής αγκάλιασαν αμέσως την στάση της και την διατηρούν ακόμα και σήμερα.
Οι λόγοι που η Butler πίστευε ότι οδηγούν μια γυναίκα στην πορνεία, ήταν η έλλειψη πρόσβασης σε άλλες δουλειές. Και η διεφθαρμένη ανάγκη των αντρών για σεξ. Είχε επίσης τεράστια εμμονή στις κοινωνικές συναναστροφές των αντρών αναμεταξύ τους. Η Butler αρνούνταν την αντρική σεξουαλικότητα ως μέρος μιας βιολογικής ανάγκης και ανθρώπινης έκφρασης και την απέδιδε σε μια κοινωνική κατασκευή που οδηγούσε στην διαφθορά και την αμαρτία. “Έχουν πείσει τους εαυτούς τους, ακόμα και αυτοί που θεωρείτε αθώους, πως οι σεξουαλικές τους αμαρτίες πρέπει να φαντάζουν φυσιολογικές. Παρουσιάζοντας τες ως μια φυσική κατάσταση”. Για την Butler η επιθυμία των αντρών για σεξ δεν πήγαζε από την βιολογική τους προδιάθεση. Την ανάγκη για σωματική επαφή ή την λατρεία προς το γυναικείο σώμα. Αλλά αποκλειστικά από την υποτιθέμενη ανάγκη τους να υποτάξουν τις γυναίκες προσδιορίζοντας τες ως σεξουαλικά αντικείμενα.
Την σκυτάλη της μισανδρικής αυτής προπαγάνδας πήρε στα χέρια της η Christable Pankhurst, 40 χρόνια μετά.
Η Pankhurst ήταν η αρχηγός ενός μιλιταριστικού φεμινιστικού κινήματος. Το οποίο ανάμεσα σε άλλα ήταν υπεύθυνο για πληθώρα τρομοκρατικών ενεργειών. Ανάμεσα τους την καταστροφή τηλεφωνικών καλωδίων και μαγαζιών, την καταστροφή έργων τέχνης και εκθεμάτων σε μουσεία. Όπως και βομβιστικών επιθέσεων σε δημόσια κτήρια. Η Christable Pankhurst μαζί με φεμινίστριες της εποχής τέλεσαν επιτυχημένες βομβιστικές επιθέσεις. Σε καθεδρικούς ναούς, τράπεζες, μουσεία, σιδηροδρομικούς σταθμούς και πολλά ακόμα δημόσια κτήρια και τοποθεσίες. Η πρώτη βομβιστική επίθεση που έγινε στην Ιρλανδία για παράδειγμα τον 20ο αιώνα δεν έγινε από τον IRA αλλά από τις φεμινίστριες. Για την ακρίβεια φωτογραφίες της εποχής που έδειχναν τους άντρες οργισμένους για αυτές τις τρομοκρατικές επιθέσεις, χρησιμοποιήθηκαν από τις φεμινίστριες ως προπαγάνδα. Που παρουσίαζαν τις φωτογραφίες ως απόδειξη της οργής των αντρών στην ιδέα ότι οι γυναίκες πρέπει να ψηφίζουν.
Η Pankhurst λοιπόν στο βιβλίο της “Η μεγάλη μάστιγα και πως θα σταματήσει” που έγραψε το 1913, παρουσίασε τις σεξουαλικά μεταδιδόμενες ασθένειες ως κάτι που αφορούσε αποκλειστικά τις γυναίκες. Τις πόρνες και τις συζύγους που νοσούσαν εξαιτίας των αντρών. Σύμφωνα με τα παραπληροφορητικά στοιχεία που έδινε η Pankhurst το 80% των αντρών έπασχε από γονόρροια, πριν καν αυτοί παντρευτούν. Με αποτέλεσμα να μεταδίδουν την ασθένεια στις μέλλουσες συζύγους τους. Η μετάδοση αυτών των ασθενειών σύμφωνα με την Pankhurst ήταν μια αλληγορία για τον μισογυνισμό. Και την εργαλειοποίηση των γυναικών από τους άντρες. Σύμφωνα με την Pankhurst οι άντρες μισούν τις γυναίκες. Και για αυτό μεταφέρουν τις ασθένειες τους στις πόρνες οι οποίες είναι σεξουαλικές σκλάβες τους. Ή ακόμα και στα ίδια τους τα σπίτια.
Στα λεγόμενα της Pankhurst διακρίνουμε αυτό που αργότερα θα γίνονταν η επίσημη θέση των φεμινιστριών για την πορνεία.
Μια θέση όπου οι αμέτρητες πτυχές του πολυσύνθετου αυτού θέματος, συνοψίζεται στο υποτιθέμενο μίσος των αντρών για τις γυναίκες. Και την ανάγκη τους να τις καταπιέσουν. Ο ντροπιασμός της αντρικής σεξουαλικότητας είχε ξεκινήσει πολύ πριν από το τέταρτο φεμινιστικό κύμα. Γεννήθηκε και άνθησε στο πρώτο. Φτάνοντας ακόμα και στο σημείο να ποινικοποιήσει τις αντρικές ομοφυλόφιλες σχέσεις σε μια εποχή όπου οι γυναικείες ομοφυλόφιλες σχέσεις ήταν συχνές στην δημόσια σφαίρα, ακόμα και ανάμεσα σε αρχηγούς φεμινιστικών κινημάτων.
Ενδιαφέρον δε αποτελεί το γεγονός ότι κάτω από την καθοδήγηση της φεμινίστριας Josephine Butler, και την έγκριση της Βασίλισσας Ελισάβετ το ομοφυλόφιλο σεξ ανάμεσα σε άντρες (και όχι ανάμεσα σε γυναίκες) ποινικοποιήθηκε. Μια ιστορική πραγματικότητα που οι φεμινίστριες βολικά ξεχνούν όταν κηρύττουν πως η “πατριαρχία” είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για την ομοφοβία της εποχής αλλά και σήμερα.
“Αυτό που θέλουν οι άντρες είναι η σεξουαλική υποτίμηση των γυναικών ή παιδιά από αυτές. Ως αποτέλεσμα αυτών οι σχέσεις ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες έχουν επικεντρωθεί στο φυσικό. Επιπλέον οι σχέσεις αυτές έχουν την μορφή αφέντη και δούλου και όχι δυο ίσων ανθρώπων” έγραφε η Christable Pankhurst 120 χρόνια πριν. Δαιμονοποιόντας την αντρική σεξουαλικότητα. Που δεν ήταν στα μάτια της τίποτε άλλο παρά η προσπάθεια του άντρα να υποδουλώσει την γυναίκα. Και πως η ύπαρξη της πορνείας και των σεξουαλικά μεταδιδόμενων ασθενειών είναι απόδειξη αυτής της αιώνιας προσπάθειας. “Από αυτό το κακό γεννήθηκε ένα άλλο. Ο άντρας δεν είναι ικανοποιημένος με μόνο μια σκλάβα αλλά θέλει σχέσεις και με περισσότερες. Αυτός είναι ο λόγος που η πορνεία αυξάνεται και με την σειρά τους οι σεξουαλικά μεταδιδόμενες ασθένειες”. Η Pankhurst λοιπόν 120 χρόνια πριν εργαλειοποίησε ένα κοινωνικό πρόβλημα της εποχής.
Και απέδωσε τα αίτια του σε μισανδρικές θεωρίες περί γυναικείας υποταγής.
Αποκλείοντας οποιονδήποτε άλλο κοινωνικό, φυσικό και επιστημονικό παράγοντα από το πλαίσιο του προβλήματος. Παράγοντας έτσι ένα τεράστιο μισανδρικό εργαλείο στα χέρια των φεμινιστριών που ακόμα και σήμερα επικαλούνται ακριβώς αυτές τις απόψεις. Το Ευρωπαϊκό Λόμπι Γυναικών, όπως και η επίσημη Ελληνική φεμινιστική θέση μας εξηγούν πως “Το γυναικείο κίνημα με διαρκείς αγώνες και μακρόχρονη δράση ανά τον κόσμο για την καταπολέμηση κάθε μορφής βίας κατά των γυναικών, υπογραμμίζει την επιτακτική ανάγκη κατάργησης της πορνείας, η οποία, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της βίας και της ανισότητας σε βάρος των γυναικών, παραβιάζει θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια”. Παρουσιάζοντας θεωρίες και μισοαλήθειες για το πρόβλημα του trafficking, που έχουν εδώ και χρόνια καταρριφθεί από ερευνητές. Θεωρίες και μισαλήθειες που σύμφωνα με τους ίδιους αυτούς ερευνητές συμβάλλουν στο πρόβλημα του trafficking αντί να το καταπολεμούν.
Η στάση όλης αυτής λοιπόν της φεμινιστικής ιδεολογίας/θέσης αιώνων διαιωνίζεται ακόμα και σήμερα παρά τις αντιδράσεις των σεξεργατριών. Το 2018 το πόρισμα της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλλων εξόργισε πάνω από δέκα σχετικές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Που τόνισαν πως “σε αντίθεση με το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο που αναγνωρίζει την εργασία στο σεξ ως νόμιμη παρά τους υπέρμετρους περιορισμούς που θέτει για την άσκησή της, η Γ.Γ.Ι.Φ. προτείνει με το πόρισμα τη μερική ποινικοποίηση του επαγγέλματος”.
Το ότι η στάση πως “η πορνεία είναι βία κατά των γυναικών έχει αναπτυχθεί εδώ και 100ετίες στο φεμινιστικό και γυναικείο κίνημα” δε υπογραμμίζεται στο ίδιο άρθρο.
Εν ολίγοις, ακόμα και σήμερα, παρά την σεξουαλική απελευθέρωση, την πρόοδο της επιστήμης και της αντισύλληψης, των φαρμάκων αλλά και τα μέτρα υγιεινής που είναι αστρονομικά μακρυά από τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Βικτωριανή εποχή, οι φεμινίστριες, όπως και τότε, δεν ενδιαφέρονται για τις σεξουαλικά μεταδιδόμενες ασθένειες, την εγκληματικότητα που αφορά τον κλάδο της πορνείας ή και τις ίδιες τις σεξεργάτριες. Αυτό αντανακλάται σε χώρες όπως ο Καναδάς που έχουν αποποινικοποιήσει την πώληση του σεξ, Αλλά που συνάμα ποινικοποιούν την αγορά του σεξ από κάποιον άντρα. Την ίδια ακριβώς επίσημη θέση για την πορνεία βλέπουμε να έχουν πληθώρα φεμινιστικών οργανώσεων. Πως δηλαδή να είναι νόμιμο να τις γυναίκες να πουλάνε το σεξ, αλλά να είναι παράνομο για τους άντρες να το αγοράζουν.
Αυτό λοιπόν που απασχολεί αποκλειστικά το φεμινιστικό κίνημα τώρα, όπως και τότε, είναι η δαιμονοποίηση της αντρικής σεξουαλικότητας. Ως κάτι απεχθές, επικίνδυνο και κανονικοποιημένο. Που απειλεί την δημόσια ασφάλεια των γυναικών μέσα και έξω από την οικογένεια. Και η εργαλειοποίηση σοβαρών προβλημάτων που απασχολούν τις κοινωνίες μας για την διεξαγωγή και διαιώνισης μισανδρικής προπαγάνδας.