Λογική και ευαισθησία. Έννοιες που πλέον αρνούμαστε να συζητήσουμε έξω από τα στεγανά πλαίσια που έχει θέσει ο φεμινισμός. 100 χρόνια πριν άντρες και γυναίκες που ήταν ενάντια στο κίνημα των σουφραζέτων υποστήριζαν πως αν και οι γυναίκες έχουν πολλές αξιοθαύμαστες αρετές και προτερήματα, δεν κατείχαν την σημαντική ικανότητα να βάζουν την λογική σκέψη πάνω από τα συναισθήματα τους. Ή την ικανότητα να διαχωρίζουν τα προσωπικά συμφέροντα και συναισθήματα τους από το κοινό καλό. Μια δημοσιογράφος η Sara Jeannette Duncan έγραφε το 1885 σε μεγάλη εφημερίδα. Πίστευε πως οι γυναίκες κυριαρχούνταν από το συναίσθημα και όχι από την λογική σκέψη. Και πως εάν έπρεπε να ψηφίζουν θα χρειάζονταν περισσότερη γνώση και κριτική σκέψη για τα θέματα που αφορούν την πολιτεία. Πίστευε επίσης πως θα ήταν πιο πιθανό για μια γυναίκα να ψηφίσει κάποιον που της αρέσει. Αγνοώντας την πολιτική του ατζέντα.
Η Ethel Harrisson, αντιφεμινίστρια είχε γράψει το 1909 πως “το υστερικό συναίσθημα και ο παραλογισμός είναι πάντα περισσότερο κοντά στην γυναίκα”.
Είναι φυσικά σεξιστικό να θεωρούμε πως όλες οι γυναίκες διακατέχονται από τα συναισθήματα τους και όχι από την λογική.
Όμως δεν είναι πραγματιστικό να αγνοούμε την βιολογική τους προδιάθεση για κάτι τέτοιο. Δεν είναι πραγματιστικό να αγνοούμε κάτι που είναι αναγνωρισμένο εδώ και αιώνες. Ως νευρωτισμός περιγράφεται “το χαρακτηριστικό της προσωπικότητας που αποτελεί προδιαθεσικό παράγοντα προς μία τάση μακρόχρονης αρνητικής συναισθηματικής κατάστασης. Οι άνθρωποι αυτοί είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στο περιβαλλοντικό στρες, και αντιδρούν άσχημα σε αυτό. Ως αποτέλεσμα μπορεί να είναι δυσκολότερο για αυτούς να ανταποκριθούν σε επικίνδυνες εργασίες και είναι πιθανότερο να βιώσουν ψυχιατρικές διαταραχές”.
Κυριολεκτικά δεκάδες έρευνες σε χιλιάδες δείγματα από δεκάδες έθνη σε όλες τις κουλτούρες του κόσμου έχουν δείξει πως οι γυναίκες διακατέχονται περισσότερο από νευρωτισμό. Αξίζει να σημειωθεί πως οι μεγαλύτερες διαφορές βάση φύλου βρίσκονται σε κουλτούρες που προάγουν την ισότητα των φύλων. Όσο πιο ισότιμες λοιπόν ανάμεσα στα φύλα είναι οι κοινωνίες, τόσο περισσότερο οι γυναίκες που ζουν σε αυτές διακατέχονται από νευρωτισμό.
Λίγα χρόνια αφότου οι γυναίκες, όπως εξάλλου και η συντριπτική πλειοψηφία των αντρών, απόκτησαν το δικαίωμα στην ψήφο, η γυναικεία ψήφος στην Γερμανία έδωσε την εξουσία στον Αδόλφο Χίτλερ.
Στις περιοχές αυτές που οι καταμετρήσεις των ψήφων γίνονταν βάση του φύλου οι γυναίκες φάνηκε να έχουν ψηφίσει υπέρ του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού κόμματος του Χίτλερ περισσότερο από τους άντρες. Σε μια έκθεση του το 1976 o Richard J. Evans, γνωστός ιστορικός του Γερμανικού Γυναικείου Κινήματος εξηγεί τον ρόλο των γυναικών στις εκλογές. Και την συνεισφορά τους στην άνοδο του Χίτλερ. “Η ιστορία”, μας εξηγεί, “σχεδόν αδιαφορεί για τον ρόλο των γυναικών, την μεγαλύτερη εκλογική δύναμη, στην άνοδο του Ναζισμού”. Ο Χίτλερ είχε πει “οι γυναίκες ήταν πάντα οι ισχυρότερες υποστηρίκτριες μου”.
Είχε πει επίσης “έχουμε δίπλα μας περισσότερες γυναίκες από όλα τα υπόλοιπα κόμματα μαζί”.
Σε ένα άρθρο της ένα χρόνο πριν η Ellen O’Connel Whittet μας περιγράφει πως “θύμωσε” και πως “ένιωσε προδομένη” από τον άντρα της, επειδή αυτός ψήφισε έναν άντρα αντί για μια γυναίκα. Και οι δυο είναι αριστεροί και ψήφισαν αριστερούς, όμως η Ο’Connel μας κάνει εντελώς ξεκάθαρο πως αυτό δεν έχει σημασία. Και πως σημασία έχει μόνο το φύλο της υποψήφιας, και όσα η ίδια αισθάνεται. Σε αυτό το ξεκάθαρα υστερικό άρθρο το συναίσθημα κυριαρχεί και προτάσσει την ψήφο. Ο σύζυγος φυσικά δεν έχει δικαίωμα να “νιώσει” κάτι διαφορετικό από όσα “νιώθει” η “προδομένη” γυναίκα του. Στο άρθρο περιγράφεται πως “ούτε τα κλάμματα της δεν τον έκαναν να καταλάβει πως πρέπει να υποστηρίξει μια γυναίκα”. Λογική και ευαισθησία.
Εκατοντάδες αυτοβιογραφίες γυναικών και αντρών που εξηγούσαν γιατί αγκάλιασαν το Ναζιστικό δόγμα έχουν διατηρηθεί, αλλά δεν βλέπουν συχνά το φως της δημοσιότητας. Μια μας περιγράφει τις δυσκολίες που αντιμετώπισε να πείσει τον άντρα και τα παιδιά της να ψηφίσουν το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό κόμμα. Και την προσπάθεια της να προσηλυτίσει την οικογένεια της στο Ναζιστικό δόγμα. “Μπορώ μόνο να ελπίζω όποια και να είναι η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος, ο άντρας μου κι εγώ θα την ψηφίσουμε μαζί” γράφει η O’Connel.
“Όποια και να είναι”.
Όσοι δισταγμοί και φόβοι είχαν εκφραστεί έναν αιώνα ακόμα πριν για την γυναικεία ψήφο, εξακριβώνονται στο άρθρο αυτό. Ένας υστερικός παραλογισμός, καμία βάση στην λογική, ένας απόλυτος ηθικός εκβιασμός. Και φυσικά μια ταυτοτική πολιτική που δεν εξετάζει την ατζέντα του υποψήφιου. Αλλά το πως “αισθάνεται” για αυτόν η γυναίκα ψηφοφόρος. Την O’Connel δεν την απασχολεί η ικανότητα της υποψήφιας που ψήφισε να λύνει προβλήματα. Την αφορά αποκλειστικά να είναι χαρούμενη και ο άντρας της να ψηφίζει βάση των συναισθημάτων της.
To 1792 η συγγραφέας Mary Wollstonecraft (μητέρα της Mary Shelley, συγγραφέα του Φρανκενστάιν) έγραψε το βιβλίο “Μια Δικαίωση των δικαιωμάτων της γυναίκας”. Σε αυτό υποστήριζε πως ο συναισθηματισμός των γυναικών θα μειώνονταν όσο το μορφωτικό τους επίπεδο αυξάνονταν. Πίστευε πως οι άντρες και οι γυναίκες κατέχουν την ίδια ικανότητα για λογική σκέψη και αυτοέλεγχο. Και κατηγορούσε τους άντρες που ενθάρρυναν τις συναισθηματικές υπερβολές των γυναικών. Με το πέρασμα του χρόνου οι γυναίκες πλέον είναι κατά πολύ περισσότερες σε ποσοστά απόφοιτων πανεπιστημίων. Που είναι λοιπόν όλη αυτή η συναισθηματική εξέλιξη την οποία προέβλεπε η Wollstonecraft;
Δεν υπήρξε ποτέ.
Και αυτό επειδή παρά τις προτροπές της Wollstonecraft και τους φόβους της εποχής, οι φεμινίστριες ανέδειξαν αυτή την συναισθηματική υπερβολή των γυναικών ως προσόν. Και όχι ως αδυναμία. Την ίδια ακριβώς στιγμή που άρχισαν να επιτίθενται στην λογική, την επιστήμη και τα στοιχεία, χρωματίζοντας τα ως “πατριαρχικές” αντιλήψεις του κόσμου.
Όπου και να κοιτάξουμε στην δημόσια σφαίρα ο συναισθηματισμός των γυναικών διαφημίζεται ως μια υπεροχή για την πολιτική. Ο πόλεμος και οι κακουχίες παρουσιάζονται ως τα αποτελέσματα της “πατριαρχικής” παντοδυναμίας. Και ο φεμινισμός υπόσχεται μια παγκόσμια ουτοπία ειρήνης μέσα από τον συναισθηματισμό των γυναικών. Πάνω από 100 χρόνια πριν η φεμινίστρια Nellie mcClung έγραφε πως “Η γυναικεία σκοπιά προσπαθεί να σώσει, να φροντίσει και να βοηθήσει. Οι άντρες προκαλούν πληγές και οι γυναίκες της θεραπεύουν”.
Στο δεύτερο κύμα του φεμινισμού αυτή η θεωρία αναλύθηκε και αναδείχτηκε περισσότερο. Για παράδειγμα το 1982 στο βιβλίο της “In a different voice” η φεμινίστρια και ψυχολόγος Carol Gilligan, μας εξηγεί πως η ηθική των γυναικών δεν βασίζεται στην λογική σκέψη αλλά στις διαπροσωπικές σχέσεις και τα συναισθήματα τους. Και πως αυτό είναι εξίσου εάν όχι πιο σημαντικό από τον τρόπο που οι άντρες λειτουργούν.
Με το θέμα του συναισθηματισμού των γυναικών είχε ασχοληθεί και η Jane Austen στο βιβλίο της Λογική και Ευαισθησία. Μέσα σε αυτό μας έδειξε που οδηγεί η ανάδειξη του συναισθήματος εις βάρος της κοινής λογικής. Για την ακρίβεια στο Λογική και ευαισθησία μάθαμε πως το να είσαι έρμαιο των συναισθημάτων σου μειώνει την ενσυναίσθηση σου. Ως προς το μαρτύριο των υπόλοιπων ανθρώπων.
Και προωθεί εγωιστικές και ναρκισιστικές πρακτικές.
Καθόλου διαφορετικές από τις ναρκισιστικές πρακτικές του φεμινισμού που αδιαφορεί βολικά για το μαρτύριο των αντρών. Αυτή ακριβώς η ιδέα, πως το γυναικείο συναίσθημα έχει μεγαλύτερη αξία από την λογική έδωσε την δυνατότητα στον φεμινισμό να εκβιάζει ηθικά τους άντρες μέσα από το υποτιθέμενο γυναικείο βίωμα. Έδωσε στον φεμινισμό την δυνατότητα να βάζει στην άκρη το τεκμήριο της αθωότητας για χάρη των συναισθημάτων της γυναίκας.
Και την δυνατότητα στην Ellen O’Connel Whittet να εκβιάζει συναισθηματικά δημόσια τον άντρα της για να ψηφίσει την υποψήφια που αυτή επιθυμεί. Ο φόβος της Mary Wollstonecraft έχει πλέον γίνει πραγματικότητα. Η άρνηση της λογικής, η αυτοθυματοποίηση των γυναικών και η εστίαση στο τι αυτές αισθάνονται, αντί να μειωθούν με το πέρασμα του χρόνου και να θεωρούνται μειονεκτήματα στον χώρο της πολιτικής, πλέον ενθαρρύνονται και γιορτάζονται ως προτερήματα. Aπειλώντας επιδεικτικά τις Δυτικές κοινωνίες. Οι οποίες εκπαιδεύτηκαν μεθοδικά στο να αντιλαμβάνονται την συναισθηματική υστερία ως παράγοντα ηθικής ανωτερότητας.